- διχοτόμος
- -ο (AM διχοτόμος, -ον)1. (για επίπεδο ή γραμμή) αυτός που διαιρεί σε δύο μέρη2. το θηλ. ως ουσ. η διχοτόμοςη ευθεία η οποία άρχεται από την κορυφή γωνίας και τή διαιρεί σε δύο ίσα μέρη.————————-ο (AM διχοτόμος, -ον)ο διαιρεμένος σε δύο ίσα μέρηνεοελλ.(για όργανα τού σώματος) εκείνος που διαιρείται σε δύο βραχίονες οι οποίοι σχηματίζουν δίκρανααρχ.φρ. «διχοτόμος σελήνη» — ημισέληνος.
Dictionary of Greek. 2013.